- ὁσαπλασίων
- ὁσᾰ-πλᾰσίων, ον, gen. ονος,A as many times as, Arist.Pr.929b14, Euc.12.13, Archim.Aequil.1.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οσαπλασίων — ὁσαπλασίων, ον (Α) όσες φορές περισσότερος ή όσες φορές μεγαλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσος + πλασίων (< πλάσιος με την κατάλ. τού συγκριτικού βαθμού ίων), πρβλ. μυριο πλασίων] … Dictionary of Greek
ὁσαπλασίων — ὁσαπλάσιος masc/fem/neut gen pl ὁσαπλασίων as many times as masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁσαπλάσιον — ὁσαπλάσιος masc/fem acc sg ὁσαπλάσιος neut nom/voc/acc sg ὁσαπλασίων as many times as masc/fem voc sg ὁσαπλασίων as many times as neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οσαπλάσιος — ὁσαπλάσιος, ον (Α) οσαπλασίων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσος + πλάσιος*] … Dictionary of Greek